ευταμίευτος

ευταμίευτος
εὐταμίευτος, -ον (Α)
1. αυτός στον οποίο εύκολα γίνεται η αποταμίευση, αυτός που έχει μικρή χωρητικότητα
2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που διορθώνεται εύκολα
3. (για οσμές, αρώματα) αυτός που δεν εξατμίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ταμιευτος (< ταμιεύω), πρβλ. δυσ-ταμίευτος, ευ-ταμίευτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐταμίευτος — easily regulated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταμίευτον — εὐταμίευτος easily regulated masc/fem acc sg εὐταμίευτος easily regulated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταμίευτα — εὐταμίευτος easily regulated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταμίευτοι — εὐταμίευτος easily regulated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”